διαιτητής — arbitrator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητής — Διευθυντής αθλητικού αγώνα, που επιβλέπει τη διεξαγωγή του ώστε να τηρούνται οι κανονισμοί. Ο δ. έχει, επομένως, το δικαίωμα να τιμωρεί τα σφάλματα και να επικυρώνει το τελικό αποτέλεσμα. Το έργο του δ. βοηθούν πάντα οι αξιωματούχοι του αγώνα (οι … Dictionary of Greek
ДИЭТЕТ — • Διαιτητής, третейский или мировой судья. Во избежание дорого обходящихся тяжб пред гражданскими судами гелиастов тяжущиеся стороны в Афинах могли искать решения своих дел у мировых судей или Д. Были и государственные Д.,… … Реальный словарь классических древностей
διαιτηταῖς — διαιτητής arbitrator masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτηταί — διαιτητής arbitrator masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητοῦ — διαιτητής arbitrator masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητῇ — διαιτητής arbitrator masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητήν — διαιτητής arbitrator masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαιτητῶν — διαιτητής arbitrator masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей